Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου

| |


Η Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου
Μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης το 1830 και τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε η ανάγκη για την εκπαίδευση νέων ζωγράφων. Φυσικά στο νεοσύστατο κράτος δεν υπήρχε κάποια ανάλογη σχολή και ο νέος βασιλιάς της χώρας Όθωνας από τη Βαυαρία ενθάρρυνε τους νέου ταλαντούχους καλλιτέχνες να πάνε στην Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής του Μονάχου για εικαστικές σπουδές. Επιπλέον, μετά από αιώνες Οθωμανικής καταπίεσης, οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν επιτακτική ανάγκη. Το Μόναχο, ήταν ένα σπουδαίο διεθνές κέντρο τεχνών και ήταν το μέρος που διάλεξαν οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες για σπουδές με ελάχιστους να προτιμούν το Παρίσι. Δημιουργήθηκαν δεσμοί προσωπικοί και ακαδημαϊκοί ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες ζωγράφους και την εικαστική τέχνη στο Μόναχο, που οδήγησαν στη γέννηση της «Σχολής του Μονάχου». Πολλοί από αυτούς τους ζωγράφους αργότερα επέστρεψαν στην Ελλάδα για να διδάξουν στην Πολυτεχνική σχολή, και αργότερα στη σχολή καλών τεχνών. Εξαίρεση απετέλεσε μόνο ο Νικόλαος Γύζης ο οποίος προτίμησε να εργαστεί στο Μόναχο.
Καλλιτεχνικά στυλ
Τα έργα των ζωγράφων της σχολής του Μονάχου χαρακτηρίζονται από την εξαιρετική χρήση των χρωμάτων που επισκίαζαν τις εκφράσεις των φιγούρων. Οι σκηνές απεικονίζονταν με πομπώδη θεατρικό τρόπο, αν και δεν έχαναν σε συναισθηματική ένταση. Στον Ακαδημαϊκό ρεαλισμό κυρίαρχο θέμα ήταν η Ηθογραφία, η παράσταση της ζωής στην πόλη, ή την αγροτική ζωή, με έμφαση στην απεικόνιση των αρχιτεκτονικών στοιχείων, των παραδοσιακών στολών και των διάφορων αντικειμένων. Οι ζωγράφοι της σχολής του Μονάχου ειδικεύονταν στην προσωπογραφία, το τοπίο και τη νεκρή φύση.
Αντιπροσωπευτικοί ζωγράφοι
Οι καλλιτέχνες που ανήκουν στη σχολή του Μονάχου περιλαμβάνουν τους πρώτους ζωγράφους της ελεύθερης Ελλάδος όπως ο Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878) και ο Διονύσιος Τσώκος (1820- 1862) ( σύμφωνα με ορισμένους θεωρείται μέλος της Επτανησιακής σχολής). Και οι δύο αντλούν τα θέματα τους από τον Ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, δίνοντας έμφαση στις βίαιες και τραγικές πλευρές του πολέμου. Ακόμη πιο δραματικές ήταν οι απεικονίσεις αργότερα των Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837- 1907) και του Ιωάννη Αλταμούρα (1852-1878), που επικεντρώνονταν στις ναυτικές μάχες της επανάστασης.
Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι του καλλιτεχνικού κινήματος εκτός από τον Βολανάκη ήταν οι ζωγράφοι που εργάστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπως ο Νικηφόρος Λύτρας (1832- 1904), Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) και ο Γεώργιος Ιακωβίδης ( 1853- 1907). Ο Γύζης έμεινε στην Ακαδημία του Μονάχου ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν για να εργαστούν στη σχολή καλών τεχνών στην Αθήνα. Η διδασκαλία τους έβαλε τη σφραγίδα τους στη ζωγραφική του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Ο Νικηφόρος Λύτρας θεωρείται ο πατριάρχης της Ελληνικής Ζωγραφικής και εικονογράφος της Ελληνικής ζωής το 19ο αιώνα. Έργα όπως η «Βύθιση της Τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη » ήταν σημείο αναφοράς για την Ελληνική ζωγραφική. Ο Γύζης δούλεψε κυρίως ηθογραφικά θέματα, ενώ στα τελευταία χρόνια της ωριμότητας του στράφηκε σε ενοράσεις ,αλληγορίες και συμβολισμούς. Τα έργα του Ιακωβίδη ήταν κυρίως πορτρέτα και παιδικές σκηνές .Το έργο του παιδική συμφωνία απέσπασε πρώτο βραβείο. Ο τελευταίος υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος έφορος της Εθνικής πινακοθήκης της Αθήνας. Άλλοι ζωγράφοι περιλαμβάνουν τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον Νικόλαο Βώκο, το Πολυχρόνη Λεμπέση και άλλους. Επιρροές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού μπορούμε ακόμη να δούμε στο έργο πολλών Ελλήνων ζωγράφων όπως στο Σπύρο Βικάτο (1878-1960). Το τέλος του κινήματος άρχισε όταν μερικοί Έλληνες ζωγράφοι γύρω στο μέσο του 19ου αιώνα όπως ο Περικλής Λεμπέσης (1849-1967) αποχώρησαν από τον ακαδημαϊσμό και στράφηκαν προς τον Ιμπρεσιονισμό. Το τέλος του οριστικοποιήθηκε όταν ο εξπρεσιονιστής Νικόλαος Λύτρας (1883-1927) και ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) άρχισαν να διδάσκουν στη σχολή καλών τεχνών στην Αθήνα.